βιοῦν

βιοῦν
βιάω
constrain
pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic)
βιάω
constrain
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic)
βιόω
live
pres part act masc voc sg
βιόω
live
pres part act neut nom/voc/acc sg
βιόω
live
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ОРГАНИЗМЫ СТЕНОБИОНТНЫЕ — [στευός (стенос) узкий; βιουν (биун), род. пад. βιουντος (биунтос) живущее] способные существовать лишь в узких пределах изменений условий обитания… …   Геологическая энциклопедия

  • DAPHNE — I. DAPHNE Penei sive Ladonis fluv. filia, quae cum Apollinis vim effugere non posset, implorato paterni numinis auxilio inlaurum commutata est. Ovid. l. 1. Met. v. 504. et 521. Laurum Daphne sig.ac fingitur Penei fluv. filia, eo quod ripae eius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • κλουβιώνη — η ζωολ. γένος αραχνών τής οικογένειας clubionidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clubione < clu (από παραφθορά τού κλέος) + bion e (πρβλ. βιοῦν απρμφ. ενεστ. τού βιόω / ῶ + κατάλ. η)] …   Dictionary of Greek

  • τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”