ОРГАНИЗМЫ СТЕНОБИОНТНЫЕ — [στευός (стенос) узкий; βιουν (биун), род. пад. βιουντος (биунтос) живущее] способные существовать лишь в узких пределах изменений условий обитания… … Геологическая энциклопедия
DAPHNE — I. DAPHNE Penei sive Ladonis fluv. filia, quae cum Apollinis vim effugere non posset, implorato paterni numinis auxilio inlaurum commutata est. Ovid. l. 1. Met. v. 504. et 521. Laurum Daphne sig.ac fingitur Penei fluv. filia, eo quod ripae eius… … Hofmann J. Lexicon universale
επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… … Dictionary of Greek
κλουβιώνη — η ζωολ. γένος αραχνών τής οικογένειας clubionidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clubione < clu (από παραφθορά τού κλέος) + bion e (πρβλ. βιοῦν απρμφ. ενεστ. τού βιόω / ῶ + κατάλ. η)] … Dictionary of Greek
τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… … Dictionary of Greek